H Νευρωνική Θεωρία δράσης του βελονισμού



Είναι γνωστό ότι όταν στον οργανισμό επιδράσει ένα εξωγενές ή ενδογενές ερέθισμα τότε το νευρικό σύστημα με τους αισθητικούς περιφερικούς υποδοχείς, τις κεντρομόλες αισθητικούς οδούς, τους κεντρικούς εγκεφαλικούς πυρήνες, τις φυγόκεντρες οδούς και τα εκτελεστικά περιφερικά όργανα, ενεργοποιεί ειδικούς μηχανισμούς δράσης και αντίδρασης. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζονται οι διάφορες μεταβολές του εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος. Στην περίπτωση του βελονισμού το ερέθισμα είναι εξωγενές( βελόνη) και ενεργοποιεί κυρίως ισορροπητικούς μηχανισμούς.
 Η τοποθέτηση μιας ή περισσότερων βελονών σε ένα συγκεκριμένο σημείο του σώματος ενεργοποιεί νευρικά κυκλώματα σε τρία διαφορετικά επίπεδα προκαλώντας 1) τοπική αντίδραση που αφορά περιοχή 1-2 εκ. γύρω από την βελόνη 2) περιοχική αντίδραση που αφορά δερματική περιοχή 1-2 δερμοτομίων και 3) γενικευμένη αντίδραση που αφορά αλλαγές μεγάλης κλίμακας.

Τοπική δράση:

 Η τοπική αντίδραση στην τοποθέτηση της βελόνας είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Αρχικά η διαφορά δυναμικού που υπάρχει μεταξύ της βελόνας και των στοιβάδων του δέρματος όπου αυτή τοποθετείται, δημιουργεί ένα γαλβανικό ρεύμα μικρής εντάσεως. Το ηλεκτρικό αυτό ρεύμα είναι ικανό να διεγείρει την κυτταρική μεμβράνη, να αυξήσει την διαπερατότητά της και τελικά να μεταβληθεί η συγκέντρωση των ιόντων Να+ και Κ+ στους δύο πόλους της μεμβράνης( εσωκυττάριο και εξωκυττάριο) οδηγώντας τα κύτταρα, τους παρακείμενους αισθητικούς υποδοχείς και τις νευρικές απολήξεις σε κατάσταση διεγερσιμότητας.
 Παράλληλα ο τραυματισμός των κυττάρων του ιδίως δέρματος και ιδιαίτερα των μαστοκυττάρων της στοιβάδας του Lewis. προκαλεί έκκριση βραδυκινίνης, σεροτονίνης, οξέων, πρωτεολυτικών ενζύμων, ακετυλοχολίνης και ισταμινικών ουσιών γύρω από τη βελόνη. Ο κυριότερος νευροδιαβιβαστής του άλγους είναι η ουσία Ρ. Η ουσία Ρ είναι ένα ενδεκαπεπτίδιο, που συντίθεται στα παρασπονδύλια γάγγλια και μεταφέρεται από τις νευρικές ίνες μέχρι τις τελικές απολήξεις των νευρικών ινών C. Ανιχνεύεται τοπικά και μαζί με την βραδυκινίνη-σεροτονίνη προκαλεί έκδηλα κλινικά τοπικά φαινόμενα φλεγμονής όπως οίδημα, ερυθρότητα, κνησμό, καυσαλγία. Αυτό είναι το λεγόμενο
«de chi» (αίσθημα βελόνης) της παραδοσιακής κινέζικης ιατρικής.

Περιοχική δράση:

Ως περιοχική δράση αναφέρεται η ενεργοποίηση μιας περιοχής μέσω αντανακλαστικών τόξων. Τα αντανακλαστικά αυτά τόξα παράγονται από ερεθισμό ενός περιφερικού αισθητικού υποδοχέα. Το ερέθισμα άγεται κεντρομόλα σε ένα αισθητικό ή κινητικό πυρήνα του νωτιαίου μυελού ή του κεντρικού νευρικού συστήματος και εκεί παράγεται μια απαντητική αντίδραση.
 Τα κυριότερα αντανακλαστικά τόξα που ερμηνεύουν το θεραπευτικό αποτέλεσμα του βελονισμού είναι: το σπλάχνοδερματικό αντανακλαστικό, το δερματοσπλαχνικό αντανακλαστικό, το σπλαχνικό αντανακλαστικό και το μυϊκό και δερματομυϊκό αντανακλαστικό.

Γενικευμένη δράση:

Έχει διαπιστωθεί κλινικά και εργαστηριακά ότι ένα περιφερικό ερέθισμα, ανάλογα με την ποιότητά του, μπορεί να διεγείρει συγκεκριμένους πυρήνες του κεντρικού νευρικού συστήματος και να προκαλέσει έκκριση ή ποσοτική μεταβολή συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστικών ουσιών στο αίμα και στο Ε.Ν.Υ.. Οι ουσίες αυτές γνωστές ως νευροδιαβιβαστικές ουσίες είναι ικανές να ευοδώσουν ή να καταστείλουν πληθώρα σωματικών και ψυχικών συμπτωμάτων, όπως πόνος, μυϊκός σπασμός, ευερεθιστότητα, αϋπνία, αναπνευστικές και πεπτικές διαταραχές κ.λπ. Σαν τέτοιες ουσίες αναφέρονται οι ενδορφίνες οι εγκεφαλίνες, η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη κλπ.
Επίσης κάθε συνδυασμός σημείων βελονισμού ενεργοποιεί διαφορετικά νευρικά κυκλώματα, με αποτέλεσμα κάποια σημεία να έχουν κατεξοχήν αναλγητική δράση, κάποια άλλα θεραπευτική δράση και τέλος άλλα σημεία να έχουν συνδυασμένη δράση.